- αναδημιουργικός
- η , ό[ν] воссоздающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδημιουργικός — ή, ό ο ικανός, ο κατάλληλος για αναδημιουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδημιουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον παιδαγωγό Δημήτριο Μαρούλη] … Dictionary of Greek
αναδημιουργικός — ή, ό ο κατάλληλος για αναδημιουργία: Όλοι πίστευαν πως έπαιρναν μέρος σ ένα αναδημιουργικό έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδημιουργία — η 1. η εκ νέου δημιουργία 2. αναγέννηση 3. ανασχηματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγ. σύνθετο < αναδημιουργώ. ΠΑΡ. αναδημιουργικός] … Dictionary of Greek